- δεσμευτικός
- -ή, -όαυτός που δεσμεύει: Σε κάθε συμβόλαιο υπάρχουν δεσμευτικοί όροι και για τις δύο πλευρές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεσμευτικός — ή, ό (AM δεσμευτικός, ή, όν) [δεσμεύω] αυτός που επιφέρει δέσμευση («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου») … Dictionary of Greek
δεσμευτικοῦ — δεσμευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμιος — α, ο (AM δέσμιος, ία, ιον Α και ος, ον) [δεσμός] 1. δεμένος με δεσμά, δεσμώτης 2. αυτός που δεν έχει ελευθερία δράσεως, ο υποχείριος («δέσμιος τών δανειστών του», «δέσμιοι του σκότους») αρχ. μσν. απόλυτα αφοσιωμένος («Παῡλος δέσμιος Χριστοῡ») αρχ … Dictionary of Greek
περιοριστικός — ή, ό / περιοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιορίζω] αυτός που καθορίζει, που επιβάλλει όρια νεοελλ. 1. δεσμευτικός, κατασταλτικός («επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα») 2. φρ. «περιοριστικές κρίσεις» (λογ.) οι κρίσεις τών οποίων το κατηγορούμενο εκφράζεται… … Dictionary of Greek
περιοριστικός — ή, ό αυτός που περιορίζει, δεσμευτικός: Περιοριστικές διατάξεις του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)